Στις 2 Ιουλίου 2021, ο Ξυλούρης τοποθετήθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε. (Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης), με πολιτική ευθύνη του Υπουργείου Εσωτερικών, τότε υπό τον Μάκη Βορίδη και τον Στέλιο Πέτσα. Πρόκειται για έναν φορέα που αυτοπροσδιορίζεται ως «θεσμοθετημένος τεχνικός και επιστημονικός σύμβουλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού».
Το ερώτημα είναι: ποια σχέση είχε ο Ξυλούρης με την Τοπική Αυτοδιοίκηση;
Καμία. Ούτε ως αιρετός, ούτε ως διοικητικός, ούτε καν ως ερευνητής ή τεχνοκράτης. Η μόνη ιδιότητα με την οποία εμφανίζεται είναι αυτή του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ΚΣΟΣ, δηλαδή της Κοινοπραξίας Συνεταιριστικών Οργανώσεων Σουλτανίνας. Πόσο σχετική είναι αυτή η εμπειρία με την Αυτοδιοίκηση; Όσο σχετικός είναι ο φραπές με την τεχνική υποστήριξη των Δήμων.
Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου εκείνης της περιόδου περιελάμβανε πράγματι ονόματα με αυτοδιοικητική ή θεσμική εμπειρία: πρώην δήμαρχοι, αντιπεριφερειάρχες, επιστήμονες, στελέχη Υπουργείων. Όμως, η παρουσία ενός προσώπου που φέρεται να αναφέρεται ως «Φραπές» σε σκάνδαλα, χωρίς καμία διοικητική συνάφεια με το αντικείμενο της Ε.Ε.Τ.Α.Α., δεν είναι τυχαίο ατόπημα. Είναι συστηματικό σύμπτωμα μιας κουλτούρας τοποθετήσεων με μοναδικό κριτήριο τις πολιτικές ή προσωπικές διασυνδέσεις.
Αυτό το φαινόμενο δεν υποβαθμίζει απλώς το κύρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Υπονομεύει τον ίδιο τον θεσμό της Αυτοδιοίκησης. Διότι όταν η Ε.Ε.Τ.Α.Α., δηλαδή ο επίσημος «σύμβουλος» των ΟΤΑ, στελεχώνεται με βάση τη λογική του «ποιον έχουμε να βολέψουμε», το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι η παραγωγή πολιτικής χαμηλής ποιότητας, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των Δήμων και των πολιτών.
Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από άλλους «φραπέδες» στα συμβούλια. Έχει ανάγκη από σοβαρότητα, θεσμική νομιμότητα και αξιοκρατία. Όσο κι αν ενοχλεί, πρέπει να το λέμε: τέτοιες επιλογές δεν είναι απλώς «άστοχες». Είναι προσβλητικές για την Αυτοδιοίκηση, για τη δημόσια διοίκηση, και τελικά για τους ίδιους τους πολίτες.
Ο θεσμός σερβιρίστηκε κρύος. Και δυστυχώς, δεν ήταν καν ελληνικός φραπές. Ήταν… στιγμιαίος.