Όταν ένα σύστημα προτείνεται ως "οριστικό" λίγες ημέρες πριν τη συνεδρίαση των δύο κορυφαίων θεσμικών εκφραστών της Αυτοδιοίκησης, τότε η όποια διαβούλευση που ακολουθεί, φαντάζει προσχηματική. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αυτοδιοίκηση αιφνιδιάζεται από κυβερνητικές ανακοινώσεις, αλλά είναι από τις λίγες όπου αυτό συμβαίνει με τέτοιο βαθμό προκαταβολικής μονομέρειας, για μια αλλαγή θεμελιακής σημασίας.
Το νέο σύστημα, το οποίο θυμίζει πρακτικές προτιμησιακής ψήφου που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, ενδέχεται πράγματι να μειώσει τη συμμετοχική κόπωση των δύο γύρων και να επιτύχει εκλογή με πιο ευρεία αποδοχή. Όμως κάθε σύστημα έχει κόστος, και αυτό το κόστος – θεσμικό, πολιτικό, λειτουργικό – οφείλει να αποτιμάται συλλογικά, με συμμετοχή εκείνων που το βιώνουν στην πράξη: των αιρετών και των τοπικών κοινωνιών.
Ο Υπουργός επικαλέστηκε τα υψηλά ποσοστά αποχής στον δεύτερο γύρο, και την «ανούσια ταλαιπωρία των πολιτών». Αυτή η αιτιολόγηση, ωστόσο, υποβαθμίζει τη σημασία της εκλογικής διαδικασίας ως εργαλείου νομιμοποίησης και λογοδοσίας. Η "ταλαιπωρία" των πολιτών δεν αίρεται με θεσμική παράκαμψη.
Η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν διοικητικό παράρτημα του κράτους, ούτε σαν αποδέκτης αποφάσεων που λαμβάνονται ερήμην της. Αντιθέτως, σε ζητήματα που αφορούν άμεσα τη σύνθεση και τη λειτουργία της, η ίδια πρέπει να έχει λόγο αποφασιστικό. Κάθε άλλη προσέγγιση, όχι μόνο αντιβαίνει στη δημοκρατική λογική της αποκέντρωσης, αλλά και υπονομεύει τον θεσμικό της ρόλο.
Ο χρόνος μέχρι το 2028 πράγματι υπάρχει. Το ερώτημα είναι αν θα αξιοποιηθεί για ουσιαστική θεσμική συζήτηση ή για την εμπέδωση μιας νέας πραγματικότητας με όρους τετελεσμένων.