Aυθόρμητος, παρορμητικός, γενναιόδωρος… Και αγχώδης, αν και
δεν μου φαίνεται». Αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία που εντοπίζει στον
εαυτό του
ο Μιχάλης Μαντζουράνης.
Ο ιδρυτής και σεφ της δημοφιλούς αλυσίδας street food
Jackaroo δηλώνει «ίσως υπέρ το δέον δημιουργικός», γνώρισμα που πιθανώς
δικαιολογεί γιατί τα καταστήματά του στην Αθήνα συγκεντρώνουν σταθερά
ατελείωτες ουρές πελατών και σπάνε το ένα ρεκόρ παραγγελιών μετά το άλλο.
«Εγώ θεωρώ ότι είμαι ακόμα στη μέση, ότι έχω πολλά ακόμα να
δώσω, και σε καινούργια κόνσεπτ, και σε ό,τι κάνω ήδη τώρα», τονίζει στην «Κ»,
κάνοντας μια αναδρομή στην επαγγελματική του πορεία και στα βήματα που έχει
κάνει στην επιχειρηματική σκηνή.
Ο κ. Μαντζουράνης πήρε το βάπτισμα του πυρός ως
επιχειρηματίας το 2013 με το ΜΠΑΡ ΜΠΕΕ ΚΙΟΥ, ένα επιτυχημένο δίκτυο εστιατορίων
που ξεκίνησε από Πειραιά και πωλήθηκε στη L’Artigiano το 2017. Λίγους μήνες
μετά την πώλησή του, ίδρυσε μία εταιρεία επεξεργασίας και εμπορίας κρέατος στο
Μοσχάτο, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα, και τελικά τον Μάιο του 2018 άνοιξε
το πρώτο Jackaroo στον Πειραιά, έχοντας εντοπίσει ένα κενό στην ελληνική αγορά
τηγανητού κοτόπουλου.
Η αλυσίδα –πλέον– Jackaroo, που αυτή τη στιγμή είναι σε
προχωρημένο στάδιο για πλειοψηφική εξαγορά από τον όμιλο Vivartia, έχει
παρουσία σε τέσσερις περιοχές της Αθήνας, στον Πειραιά (με δύο καταστήματα),
στην Κυψέλη, στον Ν. Κόσμο και στο Περιστέρι. Επίσης, τέσσερα επιπλέον
καταστήματα βρίσκονται ήδη στα σκαριά για το 2025, στην Αγία Παρασκευή, στο
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στην Πανόρμου και ακόμα ένα στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο
πήχυς για τα επόμενα χρόνια έχει μπει πολύ ψηλά, με τον Μ. Μαντζουράνη να κάνει
λόγο για φιλοδοξίες επέκτασης σε όλες τις βασικές πόλεις της Ελλάδας, αλλά
ακόμα και στο εξωτερικό. Η πορεία αυτή δεν ήταν σε καμία περίπτωση βέβαιη ή
δεδομένη όταν ξεκίνησε να ασχολείται με τη μαγειρική.Ακολουθώντας μια όχι και τόσο παραδοσιακή ρότα, ο Μ. Μαντζουράνης μπήκε στον χώρο της εστίασης όταν ήταν 25 χρόνων. Αν και δούλευε σε διαφημιστική εταιρεία, αποφάσισε να ακολουθήσει κάτι που πραγματικά του άρεσε και έτσι παρακολούθησε εξειδικευμένη σχολή μαγειρικής. Υστερα, δουλεύοντας σε κουζίνες πολυτελών χώρων της Αθήνας, μετέτρεψε και επίσημα το χόμπι του σε επάγγελμα.
Ο κ. Μαντζουράνης κατάφερε να ανοίξει το πρώτο ΜΠΑΡ ΜΠΕΕ
ΚΙΟΥ με αποζημίωση που πήρε από ατύχημα με τη μηχανή, το οποίο τον έβαλε σε
χειρουργεία και πατερίτσες για περίπου τρία χρόνια. Τα χρήματα αυτά ήταν αρκετά
μόνο για να μπει η «μαγιά» στην επιχείρηση: «Ημουν με μηδέν χρήματα, κανένα
“μαξιλάρι”, ήμουν σχεδόν με δανεικά», ανακαλεί.Στη διάρκεια των σχεδόν 12 ετών
που δραστηριοποιείται στο ελληνικό επιχειρείν, ο Μ. Μαντζουράνης ήρθε αντιμέτωπος
με πολλές ακόμα σοβαρές προκλήσεις. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν
η πανδημία που πέτυχε το ακόμα «νεογνό» Jackaroo σε μία περίοδο κατά την οποία
είχε αρχίσει να παίρνει ανοδική πορεία και να αναγνωρίζεται από την πελατεία.
«Δύσκολη περίοδος που βγήκε σε καλό», λέει στην «Κ» ο κ.
Μαντζουράνης, καθώς στην πρώτη καραντίνα το κατάστημα του Πειραιά έκανε διανομή
σε όλη την Αττική με οκτώ αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα, όπως φάνηκε εκ των
υστέρων, να γίνει γνωστό σε πολύ κόσμο.Ανά κατάστημα βγάζουμε 100 παραγγελίες
το μισάωρο, μια δυναμική που έχουν μόνο οι δύο μεγάλες αλυσίδες, η KFC και τα
McDonald’s.Ενα ακόμα κομβικό σημείο στην πορεία του ήταν και το άνοιγμα του
Jackaroo στην Κυψέλη το 2022, μία επίσης πολύ δύσκολη περίοδος οικονομικά.
«Ηταν ένα πολύ μεγάλο all in που έκανα με το κατάστημα της Κυψέλης», λέει
χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας όμως ότι περίπου σε ένα εξάμηνο κατάφερε να
γυρίσει σε κερδοφορία. Οι τολμηρές αυτές κινήσεις απέδωσαν καρπούς, όπως
φαίνεται μεταξύ άλλων και από το παγκόσμιο ρεκόρ που έσπασε τρεις φορές το
Jackaroo στην εφαρμογή διανομής της Wolt , η οποία δραστηριοποιείται σε 25 χώρες.
Το πιο πρόσφατο ρεκόρ έγινε στο κατάστημα του Περιστερίου, το οποίο άγγιξε τις
2.008 παραγγελίες διανομής σε μία ημέρα, έναν αριθμό τον οποίο ο κ.
Μαντζουράνης αποδίδει στον τρόπο με τον οποίο έχει στηθεί η γραμμή παραγωγής.
Ανά κατάστημα βγάζουμε 100 παραγγελίες το μισάωρο, μια
δυναμική που έχουν μόνο οι δύο μεγάλες αλυσίδες», λέει ο Μ. Μαντζουράνης,
αναφερόμενος στην KFC και στα McDonald’s. Αυτό συμβαίνει χάρη στην υψηλή
ποιότητα των μηχανημάτων, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, τα οποία όμως ανεβάζουν σημαντικά
και το κόστος της επένδυσης και έτσι μάλλον αποκλείουν το σενάριο για
franchise. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρόφιμα, και κυρίως το κοτόπουλο που
απαιτείται για την εξυπηρέτηση αυτού του τεράστιου όγκου παραγγελιών, είναι σε
μεγάλο βαθμό εισαγωγής. Ο κ. Μαντζουράνης εξηγεί ότι η ελληνική βιομηχανία δεν
μπορεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της επιχείρησης και έτσι προμηθεύεται
μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 80%-90%, από το εξωτερικό. Ενδεικτικά,
χρειάζονται περίπου 60 τόνοι κοτόπουλο τον μήνα, ένα μέγεθος το οποίο με το
άνοιγμα των καινούργιων καταστημάτων μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να
διπλασιαστεί.
kathimerini.gr/