Την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Μνημονίου που αναφέρονται στην μείωση των ελάχιστων μισθών, στη διαιτησία, αλλά και στην κατάργηση της ρήτρας μονιμότητας αναδεικνύει η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που κατατέθηκε την Κυριακή στην Ολομέλεια της Βουλής.
Σύμφωνα με το Μνημόνιο, οι ελάχιστοι μισθοί που ορίζονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) θα μειωθούν κατά 22% σε σύγκριση με το επίπεδο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2012. Για τους νέους (ηλικίας κάτω των 25), οι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας θα μειωθούν κατά 32%, χωρίς περιοριστικούς όρους, ενώ αναστέλλονται οι διατάξεις του νόμου και των συλλογικών συμβάσεων που προβλέπουν αυτόματες αυξήσεις μισθών, περιλαμβανομένων εκείνων περί ωριμάνσεων.
Η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνεται ο θεσμός της συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή η νομική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών να καθορίζουν τους όρους εργασίας και τα μεταξύ τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνάπτοντας συμφωνίες (συλλογικές συμβάσεις εργασίας), οι οποίες έχουν χαρακτήρα κανόνα δικαίου, ως αναγκαία προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, που καθιερώνεται στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος.
«Γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη καθόσον αφορά τη συλλογική αυτονομία και ότι η συλλογική διαπραγμάτευση οφείλει να αναγνωρισθεί ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγων των εργασιακών σχέσεων», σημειώνει η έκθεση, ενώ προσθέτει πως «το εάν εν προκειμένω υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος, και κυρίως εάν θα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί ζήτημα το οποίο τελικά θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια, εφόσον το ζήτημα τεθεί ενώπιόν τους κατόπιν σχετικής δικαστικής προσφυγής».
Για τις αλλαγές στην διαιτησία η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής τονίζει πως τίθεται το ερώτημα, στον βαθμό που η διαιτησία θα είναι πλέον προαιρετική, δηλαδή η προσφυγή θα γίνεται μόνο με συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, εάν είναι συνταγματικός ο περιορισμός της εν λόγω προαιρετικής διαιτησίας, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Συντάγματος, συμφώνως προς την οποία, σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ρύθμιση των όρων εργασίας γίνεται με κανόνες που θέτει η διαιτησία.
Για την προτεινόμενη διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι καταργείται η εν λόγω μονιμότητα στςι ΔΕΚΟ και ότι οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, δηλαδή, ότι θα είναι πλέον δυνατόν να λύονται, χωρίς να προκύπτει, δηλαδή να προτείνεται και να αποδεικνύεται, κάποια συγκεκριμένη αιτία. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σημειώνει πως πλέον το μόνο όριο που θα παραμένει για να προστατεύει τους εργαζομένους από την απόλυση θα είναι η αρχή της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
«Θα μπορούσε, συνεπώς, να προβληματισθεί κανείς κατά πόσον η κατάργηση του σπουδαίου λόγου ή της δικαιολογημένης αιτίας ως προϋπόθεσης για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας συμβιβάζεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διεθνών ρυθμίσεων», σημειώνεται στην Έκθεση των εμπειρογνωμόνων της Βουλής.
Newsroom ΔΟΛ